- χαλκάνθεμον
- τὸ, Ατο χρυσάνθεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ-άνθεμον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκάνθεμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHRYSANTHEMUM seu CHR XSANTHUM — Graece χρυσάνθεμον et χρύσανθον, idem plerisque cum buphthalmo, quod Neophytus Romanis caltham apellari tradit, Κάλθαν κορωνίαν; quod scil. ad coronas admitteretur, an quod folia in orbem disposita instar coronae haberet? Certe hilichrysô,… … Hofmann J. Lexicon universale
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκάς — ᾶ, ὁ, Α ο χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ᾶς, που απαντά συν. σε ον. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. κλειδ ᾶς)]. (I) ο, Ν 1. μεταλλικός κρίκος 2. δαχτυλίδι 3. ρόπτρο πόρτας 4. στον πληθ. οι χαλκάδες τα δεσμά («τού πέρασαν χαλκάδες») 5.… … Dictionary of Greek